- κοινομετρώ
- κοινομετρῶ, -έω (Α)πάπ. (για ιδιοκτήτη και μισθωτή) μετρώ από κοινού την παραγωγή σιταριού ή άλλων δημητριακών, για να γίνει η κατανομή τού ποσοστού που ανήκει στον καθένα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -μετρῶ (< -μετρος < μέτρον), πρβλ. δια-μετρώ, οινο-μετρώ].
Dictionary of Greek. 2013.